- ἐπισημειωσαμένων
- ἐπισημειόομαιdistinguishaor part mp fem gen plἐπισημειόομαιdistinguishaor part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισημειούμαι — ἐπισημειοῡμαι, όομαι (Α) [σημειούμαι] (νεοελλ. και ενεργ. επισημειώνω*) 1. σημειώνω κάτι επάνω 2. διακρίνω, παρατηρώ 3. επιδοκιμάζω κάτι με επευφημίες και χειροκροτήματα («ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek